- συγγυναικονόμος
- ὁ, Ααυτός που έχει το αξίωμα τού γυναικονόμου μαζί με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + γυναικονόμος «άρχοντας που επέβλεπε την κοσμιότητα και τα ήθη τών γυναικών»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek